περιφλύω
Look at other dictionaries:
περιφλύω — Α 1. (για κεραυνό) απανθρακώνω 2. (για την ράβδο τού Ααρών) κάνω να βλαστήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρεφθαρμένο τ. τού περιφλεύω*] … Dictionary of Greek
περιφλύω — Α 1. (για κεραυνό) απανθρακώνω 2. (για την ράβδο τού Ααρών) κάνω να βλαστήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρεφθαρμένο τ. τού περιφλεύω*] … Dictionary of Greek